μεμψιμοιρώ

μεμψιμοιρώ
μεμψιμοιρώ βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.)

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεμψιμοιρώ — (Α μεμψιμοιρῶ, έω) [μεμψίμοιρος] παραπονιέμαι με τη μοίρα μου, είμαι δυσαρεστημένος, γκρινιάζω («τούτους ἑτοίμους ὄντας πρὸς τὸ συμπλέκεσθαι καὶ μεμψιμοιρεῑν αὐτῷ», Πολ.) αρχ. 1. (γενικά) παραπονιέμαι για κάτι («τῆς Ἀρτέμιδος μεμψιμοιρούσης ὅτι… …   Dictionary of Greek

  • μεμψιμοιρώ — μεμψιμοίρησα, παραπονούμαι για την τύχη μου, γκρινιάζω, μουρμουρίζω: Η κόρη της μεμψιμοιρούσε γιατί δεν της άρεζε το σχολείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεμψιμοίρῳ — μεμψίμοιρος faultfinding masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γκρινιάζω — και γρινιάζω (Μ γρυννίζω) [γκρίνια] 1. παραπονούμαι συνεχώς, μεμψιμοιρώ 2. μουρμουρίζω 3. ενοχλώ κάποιον με τα παράπονα μου 4. (για μωρά) κλαψουρίζω …   Dictionary of Greek

  • δεινολογώ — (μέσο) δεινολογιέμαι (AM δεινολογοῡμαι) Ι. δεινολογώ νεοελλ. περιγράφω κάτι δυσάρεστο με υπερβολικό τρόπο II. δεινολογιέμαι (AM δεινολογοῡμαι) μιλάω συνεχώς για τα δεινά μου, μεμψιμοιρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + λογούμαι < λόγος] …   Dictionary of Greek

  • δεινός — ή, ό (AM δεινός, ή, όν) Ι. 1. αυτός που προκαλεί δέος, φοβερός («δεινή συμφορά, καταστροφή κ.λπ.», «κάμπους τοὺς πολλοὺς καὶ τὰς δεινὰς κλεισούρας», «δεινὸς δ εἰς ὦπα ἰδέσθαι» που η εμφάνισή του προκαλεί τρόμο) 2. πολύ ικανός, δυνατός («δεινός… …   Dictionary of Greek

  • διαγογγύζω — (AM) μεμψιμοιρώ, δυσανασχετώ πάρα πολύ …   Dictionary of Greek

  • κακορροθώ — κακορροθῶ, έω (Α) κακολογώ, λοιδορώ, υβρίζω («ἅπασαν ἡμῶν τὴν πόλιν κακορροθεῑ», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ῥοθῶ «μιλώ θορυβωδώς, μεμψιμοιρώ» (πρβλ. επι ρροθώ)] …   Dictionary of Greek

  • κατασχετλιάζω — (Α) (επιτ. τ. τού σχετλιάζω) είμαι πολύ οργισμένος, αγανακτισμένος εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σχετλιάζω «αγανακτώ, μεμψιμοιρώ»] …   Dictionary of Greek

  • κατσιποδιάζω — [κατσιποδιά] 1. γίνομαι δύστροπος, δυστροπώ 2. μεμψιμοιρώ χωρίς αιτία, γκρινιάζω χωρίς λόγο 3. (για υποθέσεις εμπορίου, επιχειρήσεων κ.λπ.) αντιμετωπίζω δυσχέρειες 4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατσιποδιασμένος, η, ο κακορίζικος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”